Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λεύτερος -η -ο [léfteros] Ε5 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ελεύθερος.
[μσν. λεύτερος < ελεύτερος, λεύθερος (αποβ. του αρχικού άτ. φων. και ανομ. τρόπου άρθρ. [fθ > ft] ) < αρχ. ἐλεύθερος]