Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λες
7 εγγραφές [1 - 7]
λεσβία η [lezvía] Ο25 : ομοφυλόφιλη γυναίκα.

[λόγ. < αρχ. Λέσβιος, Λεσβία `κάτοικος της Λέσβου΄ σημδ. γαλλ. Lesbienne & με βάση το αρχ. ρ. λεσβιάζω]

λεσβιάζω [lezviázo] Ρ2.1α : (για γυναίκα) συμπεριφέρομαι ερωτικά, σεξουαλικά ως λεσβία.

[λόγ. < αρχ. λεσβιάζω]

λεσβιακός -ή -ό [lezviakós] Ε1 : που αναφέρεται: α. στη Λέσβο, στους Λέσβιους: Λεσβιακά χρονικά. Λεσβιακή διάλεκτος. β. στις λεσβίες: ~ έρωτας.

[λόγ. < ελνστ. Λεσβιακός]

λεσβιασμός ο [lezviazmós] Ο17 : λεσβιακός έρωτας, μεταξύ (ομοφυλόφιλων) γυναικών.

[λόγ. λεσβιασ- (λεσβιάζω) -μός μτφρδ. γαλλ. lesbian isme (δες στο λεσβία)]

λέσι το [lési] Ο44 : 1. το πτώμα ζώου, το ψοφίμι και η δυσάρεστη οσμή που αυτό αναδίδει, η δυσοσμία, η βρόμα. 2. (μτφ., λαϊκ.) α. για κπ. υπερβολικά νωθρό, αδύναμο, κουρασμένο· ψοφίμι. β. για κπ. υπερβολικά βρόμικο.

[μσν. λέσι < τουρκ. leş `ψοφίμι΄ ]

λεσιάρης -α -ικο [lesxáris] Ε9 : (λαϊκ.) για άνθρωπο υπερβολικά βρόμικο, κακοντυμένο, απεριποίητο: Στην καφετέρια αυτή συχνάζουν όλοι οι λεσιάρηδες της περιοχής.

[λέσ(ι) -ιάρης]

λέσχη η [lésxi] Ο30 : 1. χώρος όπου συγκεντρώνονται, συχνάζουν πρόσωπα συνδεδεμένα με κάποια κοινά ενδιαφέροντα ή συμφέροντα και αναπτύσσουν κοινές δραστηριότητες: ~ δημόσιων υπαλλήλων / συνταξιούχων / φίλων της θάλασσας. ~ αυτοκινητιστών / μοτοσικλετιστών. Πολιτιστική / εργατική ~. Στρατιωτική ~. Λέσχη Aξιωματικών Φρουράς Θεσσαλονίκης. Φοιτητική ~, ο χώρος, το κτίριο όπου σιτίζονται και πραγματοποιούν εκδηλώσεις οι φοιτητές. || Xαρτοπαικτική ~. Όσα βγάζει απ΄ τη δουλειά του τα τρώει στις λέσχες. 2. το σύνολο των προσώπων που αποτελούν τη λέσχη1: H ~ των ποδηλατιστών διοργανώνει διήμερη εκδρομή. H ~ μας έχει πλούσια δραστηριότητα.

[λόγ. < αρχ. λέσχη `δημόσιο κτίριο για συγκεντρώσεις΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες