Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λεοντή η [leondí] Ο29 : 1. το δέρμα του λιονταριού: Ο Hρακλής φορούσε ~ και κρατούσε ρόπαλο. 2. (μτφ.) λέγεται για κπ. που θέλει να δημιουργήσει την εντύπωση του άγριου, του φοβερού, του επιβλητικού: Aπέβαλε τη ~ και αποκαλύφτηκε ένα δειλό ανθρωπάκι.
[λόγ. < αρχ. λεοντῆ]