Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεξικό
9 εγγραφές [1 - 9]
λεξικό το [leksikó] Ο38 : βιβλίο με συγκεντρωμένες και ταξινομημένες σε αλφαβητική ή άλλη σειρά: α. λέξεις: Ορθογραφικό / ερμηνευτικό / ετυμολογικό ~. Mονόγλωσσο / δίγλωσσο ~. Επίτομο / πολύτομο ~. Ελληνοαγγλικό / αγγλοελληνικό ~. ~ της αρχαίας / της μεσαιωνικής / της νέας / της δημοτικής γλώσσας. ~ συνωνύμων / αντιθέτων. Aναλογικό / αντίστροφο ~. Εύχρηστο / δύσχρηστο ~. β. γνώσεις που αφορούν την επιστήμη, την τεχνική, την τέχνη: Εγκυκλοπαιδικό / γεωγραφικό / ιστορικό / φιλοσοφικό ~. ~ θεατρικών / ιατρικών / τεχνικών / νομικών όρων. ~ των ψαριών / των φυτών / των ζώων της Ελλάδας.

[λόγ. < ελνστ. ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. λεξικόν (ενν. βιβλίον) `γλωσσάριο σπάνιων λέξεων΄ & γαλλ. lexique (σε νέες σημ.) < ελνστ. λεξικόν & σημδ. γαλλ. dictionnaire]

λεξικο- [leksiko] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στις αρχές, στο λημματολόγιο και γενικά στην εργασία που συνεπάγεται η σύνταξη ενός λεξικού: ~γραφία, ~γράφος. || με αναφορά στη μελέτη του λεξιλογίου μιας γλώσσας: ~λογία, ~λόγος.

[λόγ. < ελνστ. λεξικο- θ. του ουσ. λεξικό(ν) ως α' συνθ.: ελνστ. λεξικο-γράφος & διεθ. lexico- < ελνστ. λεξικο-: λεξικο-λογία < γαλλ. lexicologie]

λεξικογραφία η [leksikoγrafía] Ο25 : α. η σύνταξη λεξικού. β. η επιστήμη της σύνταξης λεξικών.

[λόγ. < γαλλ. lexicographie < lexicograph(e) = λεξικογράφ(ος) -ie = -ία]

λεξικογραφικός -ή -ό [leksikoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη λεξικογραφία ή στο λεξικογράφο: Λεξικογραφικές μελέτες / έρευνες.

[λόγ. λεξικογραφ(ία) -ικός]

λεξικογράφος ο [leksikoγráfos] Ο18 θηλ. λεξικογράφος [leksikoγráfos] Ο35 : ο συντάκτης λεξικού, ο ειδικός στη σύνταξη λεξικών.

[λόγ. < ελνστ. λεξικογράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

λεξικολογία η [leksikolojía] Ο25 : κλάδος της γλωσσολογίας που ασχολείται με τη μελέτη, την ανάλυση, τη σημασία και την εξέλιξη των λεξικών στοιχείων μιας γλώσσας.

[λόγ. < γαλλ. lexicologie < lexico- = λεξικο- + -logie = -λογία]

λεξικολογικός -ή -ό [leksikolojikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στη λεξικολογία ή στο λεξικολόγο.

[λόγ. < γαλλ. lexicologique < lexico log(ie) = λεξικολογ(ία) -ique = -ικός]

λεξικολόγος ο [leksikolóγos] Ο18 θηλ. λεξικολόγος [leksikolóγos] Ο35 : ο ειδικός που ασχολείται με τη λεξικολογία.

[λόγ. < γαλλ. lexicologue < lexico- = λεξικο- + -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

λεξικός -ή -ό [leksikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στις λέξεις: Ο ~ πλούτος της ελληνικής γλώσσας.

[λόγ. λέξ(ις) -ικός (πρβ. ελνστ. λεξικός `πολύλογος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες