Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λακωνίζω [lakonízo] Ρ2.1α : εκφράζομαι, μιλώ με συντομία και περιεκτικότητα.
[λόγ. < ελνστ. λακωνίζω, αρχ. σημ.: `μιμούμαι τους Λάκωνες΄]
- λακωνικός -ή -ό [lakonikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία: Λακωνική διάλεκτος. 2α. (για λόγο) που τον χαρακτηρίζει συντομία και περιεκτικότητα: Έδωσε μια λακωνική απάντηση. β. (για πρόσ.) λιγόλογος: Είναι ~ στο λόγο του.
λακωνικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο σύντομο και περιεκτικό: Στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων απαντούσε ~. [λόγ.: 1: αρχ. Λακωνικός· 2: γαλλ. laconique (στη νέα σημ.) < λατ. laconicus < αρχ. Λακωνικός με βάση το ελνστ. λακωνισμός (πρβ. τις φρ. (αρχ.) βραχυλογία τις λακωνική, (ελνστ.) τῆς ὁμιλίας τό λακωνικόν)]
- λακωνικότητα η [lakonikótita] Ο28 : τρόπος έκφρασης που χαρακτηρίζεται από συντομία και περιεκτικότητα: Tα γραπτά του διακρίνονται για τη ~ και τη σαφήνειά τους.
[λόγ. λακωνικ(ός) -ότης > -ότητα]
- λακωνισμός ο [lakonizmós] Ο17 : σύντομη και περιεκτική έκφραση, διατύπωση.
[λόγ. < ελνστ. λακωνισμός, αρχ. σημ.: `πράξη προς το συμφέρον των Λακώνων΄]