Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαδής
1 εγγραφή
λαδής -ιά -ί [laδís] Ε8 & λαδί [laδí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του λαδιού: Λαδί φουστάνι / πουκάμισο. Mια λαδί μπλούζα. || (ως ουσ.) το λαδί, το λαδί χρώμα.

[λάδ(ι) -ής· λάδ(ι) -ί 4]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες