Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λήμμα το [líma] Ο48 : ο κυριότερος, ο χαρακτηριστικότερος τύπος με τον οποίο γράφεται (με παχύτερα στοιχεία) και κάτω από τον οποίο εξετάζεται μια λέξη σε άρθρα λεξικών ή εγκυκλοπαιδειών: Ψάξε στο λεξικό να βρεις το ~ “οικοπεδοφάγος”. H εγκυκλοπαίδεια περιλαμβάνει πάνω από πενήντα χιλιάδες λήμματα. || (επέκτ.) ολόκληρο το άρθρο σε ένα λεξικό ή σε μια εγκυκλοπαίδεια: Tα λήμματα ενός λεξικού πρέπει να είναι σύντομα και σαφή. || (λογ.) η μια από τις δεδομένες προτάσεις ενός συλλογισμού, και κυρίως η μείζων.
[λόγ. < ελνστ. λῆμμα `θέμα επιγράμματος΄, αρχ. σημ.: `επιχείρημα (λογ.)΄]
- λημματογράφηση η [limatoγráfisi] Ο33 : 1. η καταγραφή λημμάτων σε ένα λεξικό ή σε μια εγκυκλοπαίδεια. 2. επιλογή ενός τύπου μιας λέξης τον οποίο καταγράφουμε για να τον εξετάσουμε, να τον αναλύσουμε κτλ.: Πρέπει να διαβάσουμε προσεκτικά το παράθεμα, για να γίνει σωστή ~ στα δελτία.
[λόγ. λημματογραφη- (λημματογραφώ) -σις > -ση]
- λημματογραφώ [limatoγrató] -ούμαι Ρ10.9 : 1. καταγράφω λήμματα σε ένα λεξικό ή σε μια εγκυκλοπαίδεια: Λημματογραφήθηκαν και πολλές λόγιες λέξεις. 2. επιλέγω έναν τύπο μιας λέξης τον οποίο καταγράφω για να τον εξετάσω, να τον αναλύσω κτλ.: Δε λημματογραφήθηκε σωστά η λέξη, γι΄ αυτό έγινε το λάθος.
[λόγ. λημματ- (λήμμα) -ο- + -γραφώ]
- λημματολόγηση η [limatolójisi] Ο33 : η επιλογή λημμάτων που περιλαμβάνονται σε ένα λεξικό ή σε μια εγκυκλοπαίδεια: H ~ έγινε με βάση τη συχνότητα της λέξης στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο.
[λόγ. λημματολογη- (λημματολογώ) -σις > -ση]
- λημματολόγιο το [limatolójio] Ο40 : 1. το σύνολο των λημμάτων ενός λεξικού ή μιας εγκυκλοπαίδειας: Kαταρτισμός του λημματολογίου. Στο ~ δεν περιλαμβάνονται οι διαλεκτικοί τύποι λέξεων. 2. κατάλογος με τα λήμματα λεξικού ή εγκυκλοπαίδειας: Έσβησε από το ~ όσα λήμματα ήταν καθαρά εγκυκλοπαιδικά.
[λόγ. λημματ- (λήμμα) -ο- + -λόγιον]
- λημματολογώ [limatoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : επιλέγω λήμματα που θα περιληφθούν και θα αναλυθούν σε ένα λεξικό ή σε μια εγκυκλοπαίδεια: Λημματολογήθηκαν και πολλές λέξεις του παρωχημένου λεξιλογίου.
[λόγ. λημματ- (λήμμα) -ο- + -λογώ]
- λημματοποίηση η [limatopíisi] Ο33 : η επιλογή καθώς και η ανάλυση ενός λήμματος σε ένα λεξικό ή σε μια εγκυκλοπαίδεια: ~ των γραμματικών λέξεων / των πρώτων και δεύτερων συνθετικών.
[λόγ. λημματοποιη- (λημματοποιώ) -σις > -ση]
- λημματοποιώ [limatopíó] -ούμαι Ρ10.9 : επιλέγω και αναλύω ένα λήμμα ενός λεξικού ή μιας εγκυκλοπαίδειας: Στην επόμενη έκδοση του λεξικού θα λημματοποιηθούν περισσότερες λέξεις ιστορικού λεξιλογίου.
[λόγ. λημματ- (λήμμα) -ο- + -ποιώ]