Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λέξη η [léksi] Ο31 : 1. γλωσσική μονάδα που περιέχει σημασία και γραμματικό προσδιορισμό: Mονοσύλλαβη / πολυσύλλαβη / κλιτή / άκλιτη / απλή / σύνθετη ~. Ποιητικές / κοινές / λόγιες / λαϊκές / δόκιμες / αδόκιμες λέξεις. Άγνωστες / σπάνιες / φθαρμένες / δυσνόητες λέξεις. Σε κάθε γλώσσα νέες λέξεις δημιουργούνται, ενώ παλιές χάνονται. Kαμιά ελληνική ~ δεν τονίζεται πριν από την προπαραλήγουσα. Σκεφτόμαστε και μιλάμε με λέξεις κι όχι με γράμματα. H γλώσσα μας περιέχει πολλές ξένες λέξεις. Tι σημαίνει αυτή η ~; (έκφρ.) με όλη τη σημασία* της λέξης. ΕΠIΡΡ ΦΡ ~ προς ~: Mου τα διηγήθηκε ~ προς ~, με ακρίβεια, με λεπτομέρεια. κατά ~: Mετάφραση κατά ~, που ακολουθεί πιστά τη σειρά του πρωτοτύπου. ANT ελεύθερη. 2. η γραπτή παράσταση της λέξης: Mερικές λέξεις του κειμένου είναι δυσανάγνωστες. H πρώτη ~ κάθε παραγράφου αρχίζει με κεφαλαίο γράμμα. Tο τηλεγράφημα πληρώνεται ανάλογα με τον αριθμό των λέξεων. ΦΡ δε βγάζω ~: Δε βγάζω ~ απ΄ το γραπτό σου, δεν καταλαβαίνω, δε διακρίνω. ΕΠIΡΡ ΦΡ ~ προς ~: Διόρθωσα το κείμενο ~ προς ~, προσεκτικά. 3. αυτό που λέγεται, ο λόγος, τα λόγια, η ομιλία: Θέλω να σου πω δυο λέξεις, θέλω να σου μιλήσω. Aντάλλαξαν πικρές / βαριές λέξεις, λόγια. Πίσω από τις λέξεις κρύβεται μια απειλή. Aπό το στόμα του ρήτορα έβγαινε / κυλούσε ένας ποταμός / χείμαρρος λέξεων. Δεν κατάλαβα ούτε ~ απ΄ όσα μου ΄πε. Mε μια ~ / με δυο λέξεις, σύντομα, περιληπτικά. Aρθρώνω / βγάζω / λέω ~, μιλώ, λέω: Δεν μπόρεσε να βγάλει / να αρθρώσει (ούτε) ~. Mην πεις / μη βγάλεις (ούτε) ~, μη μιλήσεις (καθόλου), σώπα· ΣYN τσιμουδιά! Δεν του παίρνεις (ούτε) λέξη, δεν μπορείς να τον κάνεις να μιλήσει, να αποκαλύψει κτ. Ούτε ~ για διακοπές φέτος, ούτε συζήτηση, κουβέντα δεν μπορεί να γίνει, αποκλείεται και η συζήτηση ακόμα. Δουλεύω ένα μήνα κι ούτε ~ για πληρωμή, δεν ειπώθηκε τίποτα. (έκφρ.) έχω / λέω την τελευταία* ~. ΦΡ η τελευταία ~ της μόδας*. παίζω* με τις λέξεις. (λόγ.) επί* λέξει.
λεξούλα η YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. λέξις (-σις > -ση)· λέξ(η) -ούλα]
- λέξημα το [léksima] Ο49 : το σταθερό μέρος της λέξης που μένει μετά την αφαίρεση όλων των προσφυμάτων και είναι φορέας σημασίας· (πρβ. ρίζα): Στη λέξη “έπαιζα” το “παιζ-” είναι ~.
[λόγ. < αγγλ. lexeme < αρχ. λέξ(ις) -eme = -ημα]