Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λέβητας ο [lévitas] Ο5 : μεγάλο μεταλλικό δοχείο, κλειστό, κυλινδρικού ή άλλου σχήματος, που χρησιμοποιείται για να παράγει ατμό ως κινητήρια δύναμη ή για άλλες χρήσεις· (πρβ. καζάνι): Ο ~ της ατμομηχανής / της κεντρικής θέρμανσης, το καζάνι. Tραυματίστηκαν πολλοί από την έκρη ξη του λέβητα.
[λόγ. < αρχ. λέβης, αιτ. -ητα `καζάνι΄]