Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λέβητας
1 εγγραφή
λέβητας ο [lévitas] Ο5 : μεγάλο μεταλλικό δοχείο, κλειστό, κυλινδρικού ή άλλου σχήματος, που χρησιμοποιείται για να παράγει ατμό ως κινητήρια δύναμη ή για άλλες χρήσεις· (πρβ. καζάνι): Ο ~ της ατμομηχανής / της κεντρικής θέρμανσης, το καζάνι. Tραυματίστηκαν πολλοί από την έκρη ξη του λέβητα.

[λόγ. < αρχ. λέβης, αιτ. -ητα `καζάνι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες