Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λάτρα η [látra] Ο25α : (οικ.) κοπιαστική φροντίδα, περιποίηση κυρίως για την καθαριότητα του σπιτιού: Kουράστηκα, γιατί έκανα όλη τη ~ του σπιτιού, σκούπισμα, πλύσιμο, ξεσκόνισμα.
[λατρ(εύω) -α (αναδρ. σχημ.) από την παλιά σημ.: `υπηρετώ΄]