Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάβαρο
1 εγγραφή
λάβαρο το [lávaro] Ο41 : 1. σημαία με τα χρώματα ή και τα εμβλήματα σωματείων, συλλόγων, κομμάτων: Tα πολύχρωμα λάβαρα κυμάτιζαν στον αέρα. (έκφρ.) υψώνω* το ~ της επανάστασης. κάνω κτ. ~, το προβάλλω πάρα πολύ, το κάνω σύμβολο. 2. (εκκλ.) κομμάτι υφάσματος με ιερές παραστάσεις που περιφέρεται σε θρησκευτικές τελετές, συνήθ. αναρτημένο σε κοντάρι: Περιέφεραν το ιερό ~. 3. (ιστ.) είδος σημαίας των Ρωμαίων και των Bυζαντινών.

[λόγ. < ελνστ. λάβαρον < λατ. laba r(um) -ον `σημαία με την εικόνα του στρατηγού΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες