Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κώμη
1 εγγραφή
κώμη η [kómi] Ο30 : α. κωμόπολη. β. χωριό με ανεπτυγμένη πολιτιστική και οικονομική ζωή.

[λόγ. < αρχ. κώμη `ατείχιστο χωριό΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες