Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κύτος
1 εγγραφή
κύτος το [kítos] Ο46 : 1. το κοίλο μέρος του πλοίου. 2. (ανατ.) ονομασία κοιλοτήτων του σώματος που περικλείονται από οστά: Tο ~ του θώρακα.

[λόγ. < αρχ. κύτος `κοίλο δοχείο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες