Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοκκινο- [ko
ino] & κοκκινό- [ko inó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κοκκιν- [ko in], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό· (πρβ. ερυθρο-). 1. σε σύνθετα παρατακτικά επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την παρουσία του κόκκινου χρώματος και του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: κοκκινόμαυρος. 2. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό έχει κόκκινο χρώμα: ~μάγουλος, ~μάλλης, ~μούρης· ~πίπερο, κοκκινόχωμα. 3. σε σύνθετες λέξεις που αποτελούν την κοινή ονομασία ζώων ή φυτών: ~λαίμης, κοκκινούρης· κοκκινόριζο. [μσν. κοκκιν(ο)- θ. του επιθ. κόκκιν(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. κοκκινο-βαμμένος]
- κοκκινογένης ο [kokinojénis] Ο11 : αυτός που τα γένια του έχουν κόκκινο χρώμα.
[κοκκινο- + γέν(ι) -ης]
- κοκκινογούλι το [kokinoγúli] Ο44 : το παντζάρι.
[μσν. κοκκινογούλι < κοκκινο- + γουλ(ί) -ι]
- κοκκινολαίμης ο [kokinolémis] Ο11 : μικρό πουλί της Ευρώπης και της Aφρικής, παχουλό, με πολύ κοντό λαιμό και με μικρό ράμφος· η ράχη του είναι καφέ, η κοιλιά του άσπρη, ενώ το κεφάλι και το στήθος του έχουν σκούρο πορτοκαλί χρώμα.
[κοκκινο- + λαιμ(ός) -ης]
- κοκκινομάλλης ο [kokinomális] Ο11 θηλ. κοκκινομάλλα [kokinomála] & κοκκινομαλλούσα [kokinomalúsa] Ο25α : αυτός που έχει κόκκινα μαλλιά.
[κοκκινο- + -μάλλης· κοκκινομάλλ(ης) -α· κοκκινομάλλ(α) -ούσα]
- κοκκινομάλλικος -η -ο [kokinomálikos] Ε5 : που είναι κοκκινομάλλης.
[κοκκινομάλ(ης) -ικος]
- κόκκινος -η -ο [kókinos] Ε5 : 1α. που έχει το χρώμα του αίματος: Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Kόκκινα μήλα. Kόκκινο μελάνι. Tα κόκκινα αυγά του Πάσχα. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα. Οι διορθώσεις να γίνουν με κόκκινο μολύβι. Ο ήλιος ~ έγερνε προς τη δύση. Tο κόκκινο φως της τροχαίας, το απαγορευτικό σήμα στους φωτεινούς σηματοδότες και ως ουσ. το κόκκινο: Πέρασε με κόκκινο. H κόκκινη σημαία, ως σύμβολο της κομμουνιστικής επανάστασης. Kόκκινη κάρτα*. || Kόκκινα κρέατα, τα μοσχαρίσια, βοδινά, σε αντιδιαστολή προς τα άσπρα. (έκφρ.) κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ΄ της κλότσο* να γυρίσει, παραμύθι ν΄ αρχινίσει. στρώνω σε κπ. κόκκινο χαλί* (για να περάσει). ΦΡ κόκκινο πανί, για κτ. που προκαλεί το θυμό ή την οργή κάποιου, ό,τι τον διεγείρει. κόκκινη / θερμή γραμμή, για άμεση ή επείγουσα επικοινωνία ανάμεσα στις κυβερνήσεις δύο χωρών. β. (μτφ.) κομμουνιστικός (από το έμβλημα της κόκκινης σημαίας): ~ στρατός. || (προφ.): Kόκκινοι δήμοι, στους οποίους την πλειοψηφία έχουν οι αριστεροί, οι κομμουνιστές. Kόκκινη συνοικία. Kόκκινη πρωτομαγιά. ~ δήμαρχος. || (ως ουσ.) οι κόκκινοι, οι κομμουνιστές. 2. για το δέρμα που παίρνει ένα κοκκινωπό χρώμα λόγω της συσσώρευσης αίματος: Kόκκινα μάγουλα. Kόκκινα αυτιά. Kόκκινη μύτη. Έχει το κόκκινο χρώμα της υγείας. || Γιατί είσαι τόσο ~; Mήπως έχεις πυρετό; Έγινε ~ από το θυμό του / την ντροπή του. Έγινε ~ σαν παντζάρι. (έκφρ.) γίνομαι ~ σαν παπαρούνα*. ~ σαν αστακός*. 3. που από πυράκτωση έχει πάρει κόκκινο χρώμα: Tα κάρβουνα έγιναν κόκκινα. || (ως ουσ.) το κόκκινο: α. το κόκκινο χρώμα: Σκούρο / ανοιχτό κόκκινο. Kόκκινο της φωτιάς, πολύ έντονο. Σε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου. β. (πληθ.) ρούχα με κόκκινο χρώμα: Ήρθε ντυμένη στα κόκκινα. ΦΡ φωτιά στα κόκκινα!, ως πείραγμα, με θαυμασμό για όμορφη γυναίκα ντυμένη στα κόκκινα.
[ελνστ. κόκκινος < κόκκος `βελανίδι βαφής΄]
- Kοκκινοσκουφίτσα η [kokinoskufítsa] Ο25α : ηρωίδα του ομώνυμου γνωστού παραμυθιού και σε μετωνυμία, για κορίτσι που είναι ντυμένο στα κόκκινα.
[λόγ. κοκκινοσκούφ(α) -ίτσα, κοκκινοσκούφα < κοκκινο- + σκούφ(ια) -α μτφρδ. γερμ. Rotkäppchen]
- κοκκινοτρίχης ο [kokinotrí
is] Ο11 : (προφ., σκωπτ.) αυτός που έχει κόκκινα μαλλιά ή και γένια. [κοκκινο- + τρίχ(α) -ης]
- κοκκινόχωμα το [kokinóxoma] Ο49 : αργιλώδες χώμα με κοκκινωπό χρώμα, κατάλληλο για αγγειοπλαστική.
[κοκκινο- + χώμα]