Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυβερνήτης ο [kivernítis] Ο10 : 1. για πλοίο, ο επικεφαλής του πληρώματος. || για αεροπλάνο, ο πιλότος. 2α. ως τίτλος αρχηγού κράτους σε ορισμένα ομόσπονδα ή αποικιακά κράτη: Ο ~ της Nέας Yόρκης. Ο ~ των Iνδιών. || Ο πρώτος ~ της Ελλάδας, Iωάννης Kαποδίστριας. β. (συναισθ.) ως χαρακτηρισμός αρχηγού κράτους.
[λόγ. < αρχ. κυβερνήτης `τιμονιέρης καραβιού, οδηγητής, διοικητής΄ & σημδ. γαλλ. gouverneur < λατ. gubernator `διοικητής επαρχίας΄ < αρχ. κυβερνήτης]