Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυβίστηση η [kivístisi] Ο33 : ακροβατική άσκηση κατά την οποία αφού στηριχτεί κάποιος με τα χέρια στο έδαφος, φέρνει το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά, και στη συνέχεια με κατάλληλη στροφή του σώματος γυρίζει στην όρθια στάση.
[λόγ. < ελνστ. κυβίστη(σις) -ση]