Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κτήνος το [ktínos] Ο46 : 1. παλαιότερη ονομασία μεγάλων ζώων, ιδίως οικόσιτων. 2α. (μειωτ.) για τρόπο ενέργειας, συμπεριφοράς κτλ. που δεν ταιριάζει με την ανώτερη ηθική και πνευματική υπόσταση του ανθρώπου: Zει σαν ~. Φέρθηκε σαν ~. Tρώει σαν ~, πάρα πολύ. || τα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου: Ξύπνησε το ~ μέσα του. β. (ως μειωτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου) για άνθρωπο χυδαίο, ωμό και απάνθρωπο, με κατώτερα ένστικτα· (πρβ. ζώο): Aυτό το ~ την παράτησε ολομόναχη.
[λόγ.: 1: αρχ. κτῆνος· 2: σημδ. ιταλ. bestia & νεοελλ. ζώο2γ]