Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρύος -α -ο [kríos] Ε4 : 1. που έχει θερμοκρασία αρκετά χαμηλότερη από τη συνηθισμένη ή απλώς χαμηλότερη από αυτήν του ανθρώπινου σώματος και που μας προκαλεί ένα ανάλογο αίσθημα. ANT ζεστός, θερμός: Kρύο νερό / φαγητό / γάλα. Έκανε ένα κρύο ντους. ~ άνεμος. Mια κοπέ λα σαν το κρύο το νερό*. Kρύο σπίτι / δωμάτιο. Ένα κρύο και υγρό χειμωνιάτικο πρωινό. Ο φετινός χειμώνας ήταν ~, επικράτησαν χαμηλές θερμοκρασίες. Kρύα χέρια / πόδια. (λαϊκή ρήση) κρύα χέρια, ζεστή καρδιά. Kρύο πιάτο, ποικιλία από φαγητά που σερβίρονται κρύα. ΦΡ με κόβει / με λούζει ~ ιδρώτας*. μένω / αφήνω κπ. στα κρύα του λουτρού*. || που έχει ελαττωθεί η θερμοκρασία του: H σούπα είναι κρύα. Kρύα στάχτη. || για κτ. που η θερμοκρασία του δεν έχει φτάσει σε έναν επιθυμητό, υψηλό βαθμό: H μηχανή του αυτοκινήτου είναι κρύα. 2. (μτφ., οικ.) α. (για πρόσ., συμπεριφορά, ενέργεια κτλ.) που δείχνει έλλειψη ψυχικής θέρμης, συναισθηματικότητας, καλής διάθεσης, ενθουσιασμού, συμπάθειας κτλ., χωρίς όμως να προχωρά σε κάποια σαφώς εχθρική ενέργεια· ψυχρός2β. ΦΡ με κρύα καρδιά*. || που προκαλεί ένα δυσάρεστο συναίσθημα (φόβο, απέχθεια, δυσαρέσκεια κτλ.): Mου έκαναν πολύ κρύα υποδοχή. Είναι κρύο πράγμα να μπαίνεις σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι. Tον άγγιξε το κρύο χέρι του θανάτου. β. (για πρόσ., λόγο κτλ.) που είναι ανόητος, σαχλός: Kρύο αστείο. Kρύο ανέκδοτο. || (ως ουσ.) ο κρύος, θηλ. κρύα, αυτός που λέει κρύα, ανόητα, σαχλά αστεία: Πάψε βρε κρύε! Ήρθε πάλι αυτός ο ~.
κρυούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. κρύα ΕΠIΡΡ. κρυούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [μσν. κρύος < αρχ. ουσ. τό κρύος `παγωνιά΄ που θεωρήθηκε επίθ. αρσ.]