Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρυπτόν το [kriptón] Ο γεν. κρυπτού (χωρίς πληθ.) : (χημ.) αμέταλλο στοιχείο που ανήκει στα ευγενή αέρια.
[λόγ. < αγγλ. krypton (στη νέα σημ.) < ουδ. του αρχ. επιθ. κρυπτός `κρυφός΄ (επειδή βρίσκεται δύσκολα)]