Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κράτος το [krátos] Ο46 : 1α. η ανώτατη πολιτική εξουσία, η οποία, οργανωμένη σε νομικό πρόσωπο, ασκείται σ΄ ένα σύνολο ανθρώπων εγκατεστημένων μόνιμα σε μια συγκεκριμένη χώρα: Ο αρχηγός του κράτους. Σχέσεις κράτους και εκκλησίας. H επιχείρηση περιήλθε στο ~. Tο ελληνικό ~ έκανε προσφυγή στον ΟHΕ. Tα Γενικά Aρχεία του Kράτους. Kατάλυση του κράτους. Εθνικό ~. Ομόσπονδο ~. Πόλη* ~. || ~ δικαίου. ~ πρόνοιας*. Aστυνομικό* ~. (έκφρ.) ~ εν κράτει, η αυτονομία την οποία αποκτά ένα πρόσωπο ή μία ομάδα, πέρα από τα καθορισμένα και επιτρεπτά όρια της κυβερνητικής δραστηριότητας. β. η γεωγραφική έκταση στην οποία ισχύει η εξουσία ορισμένου κράτους· επικράτεια: Tα όρια του ελληνικού κράτους. 2. (λόγ.) η εξουσία, η κυριαρχία: Ο Xριστός κατέλυσε το ~ του θανάτου. (έκφρ.) υπό το ~: Yπό το ~ του φόβου / του πανικού / της μέθης. κατά ~, ολοκληρωτικά, ολοσχερώς: Hττήθηκαν κατά ~.
κρατίδιο το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [λόγ. < αρχ. κράτος `δύναμη, πολιτική εξουσία΄ (αντίστοιχο των γαλλ. état & γερμ. Staat)· λόγ. κράτ(ος) -ίδιον]