Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κούκος 1 ο [kúkos] Ο18 : 1α. κοινή ονομασία πουλιών που ζουν στα δάση, έχουν φτέρωμα γκρι σκούρο με εγκάρσιες γραμμές στην κοιλιά και χαρακτηριστική φωνή. β. (μτφ.) άνθρωπος μόνος και έρημος: Έφυγαν τα παιδιά και έμειναν δύο κούκοι. Aπόμεινε ~. Zει σαν τον κούκο. || ~ μονός / διπλός, ονομασία παιχνιδιού στην πόκα. ΦΡ τρεις* κι ο ~. (μου) στοίχισε / (μου) κόστισε ο ~ αηδόνι*. ΠAΡ Ένας ~ δε φέρνει την άνοι ξη*. 2. ονομασία εκκρεμούς, που όταν σημαίνει τις ώρες μιμείται τη φωνή του κούκου, ενώ ταυτόχρονα ένας ξύλινος κούκος μπαίνει και βγαίνει μέσα στο ρολόι.
[ελνστ. ή μσν. κοῦκκος ηχομιμ. < κούκου (πρβ. αρχ. κόκκυξ, αρχική προφ. [kókkuks] ) (ορθογρ. απλοπ.)]
- κούκος 2 ο : είδος σκούφου.
[< κούκος 1]
- κούκου [kúku] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή του κούκου. || ~ (τζα), επιφώνημα ιδίως σε κρυφτούλι με μωρά.
[μσν. κούκου ηχομιμ. (πρβ. αρχ. κόκκυ, αρχική προφ. [kókku] )]
- κουκουβάγια η [kukuvája] Ο25 : κοινή ονομασία για πολλά νυκτόβια αρπακτικά πτηνά με μεγάλο κεφάλι, γαμψό ράμφος, μεγάλα στρογγυλά μάτια που κοιτάζουν ακίνητα, μικρή ουρά και δυνατά πόδια με κοφτερά νύχια: Οι κουκουβάγιες φωλιάζουν στις ερημιές και στα ερείπια. Mάτια σαν της κουκουβάγιας, μεγάλα και ανέκφραστα. H ~ είναι σύμβολο της γνώσης και της σοφίας. ΠAΡ Άλλα τα μάτια* του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
[μσν. κουκουβάγια ηχομιμ. < κουκουβάου]
- κουκουβάου [kukuváu] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή της κουκουβάγιας.
[ηχομιμ. (πρβ. αρχ. επίσης ηχομιμ. κικκαβαῦ)]
- κουκουβίζω [kukuvízo] Ρ2.1α : (προφ.) κάθομαι ανακούρκουδα.
[μσν. κουκούβ(η) `είδος κουκουβάγιας΄ (ηχομιμ., σύγκρ. κουκουβάγια) -ίζω]
- κουκούδι το [kukúδi] Ο44 : (προφ.) το κακάδι.
[μσν. κουκούδι(ν) < *κοκκούδιον ( [o > u] από επίδρ. των δύο υπερ. [k] ) υποκορ. του αρχ. κόκκ(ος) -ούδιον (ορθογρ. απλοπ.)]
- κουκουές ο [kukués] Ο13 : (προφ.) μέλος ή οπαδός του Kομμουνιστικού Kόμματος Ελλάδας. || κομμουνιστής.
[αρκτικόλ. Κ(ου) Κ(ου) Ε -ς]
- κουκούλα η [kukúla] Ο25 : 1. κάλυμμα του κεφαλιού συνήθ. κωνικό, το οποίο: α. προσαρτημένο στο επάνω μέρος ενός ρούχου, χρησιμοποιείται για να προστατεύει το κεφάλι από τη βροχή, το κρύο, τον αέρα: Παλτό / αδιάβροχο με ~. β. ανεξάρτητο από οποιοδήποτε ένδυμα, περιβάλλει ολόκληρο το κεφάλι αφήνοντας ελεύθερα μόνο τα μάτια, τη μύτη και το στόμα: Tρεις άγνωστοι με κουκούλες μπήκαν στην Tράπεζα. 2. προστατευτικό κάλυμμα: H ~ του αυτοκινήτου, για προστασία από τη σκόνη, τον ήλιο κτλ. || στα καμπριολέ αυτοκίνητα, η πτυσσόμενη σκεπή. 3. (οικ.) στο χταπόδι, μανδύας που περιβάλλει το κεφάλι και το σώμα του.
[μσν. κουκούλλα < υστλατ. cuculla (λατ. cucullus) (ορθογρ. απλοπ.)]
- κουκουλάρικος -η -ο [kukulárikos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από μεταξωτό νήμα, το οποίο έχει υποστεί ειδική επεξεργασία. || (ως ουσ.) το κουκουλάρικο, είδος μεταξωτού υφάσματος και καταχρηστικά βαμβακερού με παρόμοια υφή.
[μσν. κουκουλλάρικος < κουκούλλ(ι) -άρικος (ορθογρ. απλοπ.)]