Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοφτερός -ή -ό [kofterós] Ε1 : για κοπτικό εργαλείο που κόβει πολύ καλά: Kοφτερό μαχαίρι / ψαλίδι / τσεκούρι. || (μτφ.): Kοφτερό μυαλό, έξυπνο και εύστροφο.
[μσν. κοπτερός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < κόπτ(ω δες στο κόφτει) -ερός]