Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κομήτης ο [komítis] Ο10 : νεφελώδες ουράνιο σώμα με μικρή μάζα, που διαγράφει ελλειπτική τροχιά γύρω από τον ήλιο και εμφανίζεται κατά μακρά χρονικά διαστήματα: Ο ~ του Xάλεϊ. || Σαν ~, για κπ. που εμφανίζεται σπανιότατα, απροειδοποίητα και φεύγει το ίδιο ξαφνικά.
[λόγ. < αρχ. κομήτης (ενν. ἀστήρ) (επειδή νόμιζαν πως ήταν άστρο και την ουρά του τη φαντάζονταν σαν κόμη)]