Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κολύμβηση η [kolímvisi] Ο33 : το κολύμπι ως άθλημα ή γενικά ως αθλητική δραστηριότητα: Aγώνες κολύμβησης. Kαθηγητής κολυμβήσεως. Ελληνική Ομοσπονδία Kολυμβήσεως. Συγχρονική* ~. Πρόσθια / ύπτια / ελεύθερη ~.
[λόγ. < ελνστ. κολύμβη(σις) `ψάρεμα μαργαριταριών΄ -ση κατά τη σημ. του κολυμπώ]