Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλοπιμαίος -α -ο [klopiméos] Ε4 : που προέρχεται από κλοπή, κυρίως ως ουσ. τα κλοπιμαία, τα προϊόντα της κλοπής, αντικείμενα ή χρήματα που έχουν κλαπεί: Bρέθηκαν τα κλοπιμαία. Προσπαθούσε να πουλήσει τα κλοπιμαία.
[λόγ. < ελνστ. κλοπιμαῖος]