Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλοπιμαία
1 εγγραφή
κλοπιμαίος -α -ο [klopiméos] Ε4 : που προέρχεται από κλοπή, κυρίως ως ουσ. τα κλοπιμαία, τα προϊόντα της κλοπής, αντικείμενα ή χρήματα που έχουν κλαπεί: Bρέθηκαν τα κλοπιμαία. Προσπαθούσε να πουλήσει τα κλοπιμαία.

[λόγ. < ελνστ. κλοπιμαῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες