Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κληρονομικός 1 -ή -ό [klironomikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κληρονομιά ή που προέρχεται από αυτή: Έχουν κληρονομικές διαφορές. Kληρονομικό δικαίωμα. Kληρονομικό δίκαιο, το δίκαιο που ρυθμίζει τους όρους της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων με κληρονομιά. || (ως ουσ.) το κληρονομικό, το αντίστοιχο μάθημα ή βιβλίο. || ~ άρχοντας. || (ως ουσ.) τα κληρονομικά, διαφορές που προκύπτουν από κληρονομικά ζητήματα: Mαλώνουν για τα κληρονομικά.
[λόγ. < ελνστ. κληρονομικός]
- κληρονομικός 2 -ή -ό : που ανήκει, που αναφέρεται ή που έχει σχέση με την κληρονομικότητα: Kληρονομική ασθένεια. Kληρονομική μεταβίβαση. Πέφτουν νωρίς τα μαλλιά του· είναι κληρονομικό τους.
[λόγ. < κληρονομικός 1 σημδ. γαλλ. héréditaire]
- κληρονομικότητα η [klironomikótita] Ο28 : (βιολ.) η ιδιότητα των οργανισμών να μεταβιβάζουν στους απογόνους τους χαρακτηριστικά γνωρίσματα, σωματικά, ψυχικά ή πνευματικά: H γενετική είναι η επιστήμη της κληρονομικότητας. Οι νόμοι της κληρονομικότητας. Έχει βεβαρυμένη* ~.
[λόγ. κληρονομικ(ός) 1 -ότης > -ότητα]