Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλεψύδρα η [klepsíδra] Ο25 : όργανο για τη μέτρηση του χρόνου, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως κατά την αρχαιότητα και το οποίο αποτελείται από δύο δοχεία που συγκοινωνούν με στενότατο σωλήνα, μέσο του οποίου το νερό ή η άμμος που υπάρχει στο ένα, αδειάζει σιγά σιγά στο άλλο, διαδικασία που κρατά ορισμένο χρονικό διάστημα.
[λόγ. < αρχ. κλεψύδρα]