Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλειδί το [kliδí] Ο43 : I1α. μικρό μεταλλικό αντικείμενο του οποίου το οδοντωτό συνήθ. άκρο μπαίνει μέσα στην τρύπα της κλειδαριάς και καθώς περιστρέφεται δεξιά ή αριστερά κλειδώνει ή ξεκλειδώνει μια πόρτα, ένα συρτάρι κτλ.: Έχασα τα κλειδιά του σπιτιού / του αυτοκινήτου / του γραφείου. Άκουσα να γυρίζει το ~ στην κλειδαριά. Θήκη για κλειδιά, κλειδοθήκη. Mια αρμαθιά / ένα μάτσο κλειδιά. Διαμερίσματα με το ~ στο χέρι, ετοιμοπαράδοτα. Tου παρέδωσαν το χρυσό ~ της πόλης, συμβολικά, ως τιμητική διάκριση σε κπ. ΦΡ φηλί* ~. β. εργαλείο με το οποίο βιδώνεται ή ξεβιδώνεται, σφίγγει ή χαλαρώνει μια βίδα, μπλοκάρει ή ξεμπλοκάρει ένας μηχανισμός: Tα κλειδιά του υδραυλικού. ~ του καλοριφέρ, για την εξαέρωση. Γαλλικό* ~. Γερμανικό* ~. ~ της κονσέρβας. || σύστημα μοχλών με το οποίο συνδέονται και αποσυνδέονται τμήματα των σιδηροτροχιών. 2. (μτφ.) το μέσο, ο τρόπος με τον οποίο πετυχαίνουμε τη λύση ενός προβλήματος, την έξοδο από μια δύσκολη κατάσταση ή την προσέγγιση και κατανόηση ενός πράγματος: Tο ~ του προβλήματος. Tο ~ του μυστηρίου. Tο ~ των εξελίξεων βρίσκεται στα χέρια του. (έκφρ.) τα κλειδιά του Παραδείσου, ο τρόπος, το μέσο για να ευτυχήσει κάποιος. θέση ~, θέση σημαντική, καθοριστική για την επιτυχία ενός σκοπού, συνήθ. στη στρατιωτική ορολογία αλλά και με επέκταση: Tο Kεμπέκ ήταν η θέση ~ για την κατάληψη του Kαναδά. Kατέχει μια θέση ~ στην επιχείρηση / στην κυβέρνηση. άνθρωπος ~, που κατέχει μια θέση κλειδί ή μέσο του οποίου μπορούμε να φτάσουμε στη λύση ενός μυστηρίου. || Λέξεις κλειδιά, οι βασικές έννοιες που οδηγούν στην κατανόηση ενός κειμένου, ενός συλλογισμού κτλ. II. (μουσ.) 1. σημείο που μπαίνει στην αρχή του πενταγράμμου και το οποίο, ανάλογα με τη μορφή και τη θέση του στο πεντάγραμμο, ορίζει το ύψος της κάθε νότας: ~ του σολ. 2. στα έγχορδα όργανα το ξύλινο, κοκάλινο ή και μεταλλικό εξάρτημα, στο οποίο είναι τυλιγμένες οι χορδές και το οποίο χρησιμεύει για το κούρντισμα. III. (αρχιτ.) ο κεντρικός σφηνόλιθος ενός τόξου, ενός θόλου, μιας αψίδας κτλ.
κλειδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1. κλειδάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. I1. [μσν. κλειδί(ν) < αρχ. κλειδίον (στη σημ. I) υποκορ. της λ. κλείς, ἡ (ΙΙ1: λόγ. σημδ. γαλλ. clef)· κλειδ(ί) -άρα]