Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλασικισμός ο [klasikizmós] Ο17 : τάση στην τέχνη που εμφανίζεται στη Γαλλία κατά το 17ο αι., αναζητεί τα πρότυπα και την έμπνευσή της στην κλασική αρχαιότητα, ελληνική και ρωμαϊκή, και χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση της τελειότητας στη φόρμα και το σεβασμό στο μέτρο.
[λόγ. < γαλλ. classicisme < classiq(ue) = κλασικ(ός) -isme = -ισμός]