Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλήρωση η [klírosi] Ο33 : διαδικασία εκλογής, επιλογής ή διανομής που βασίζεται στην τύχη και γίνεται τραβώντας ένα ή περισσότερα δελτία πά νω στα οποία αναγράφεται ένα όνομα ή ένας αριθμός, στοιχεία που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή αντικείμενα ή ποσό χρημάτων: H ~ θα γίνει αύριο. Έγινε ~ των ενόρκων.
[λόγ. < αρχ. κλήρω(σις) -ση]