Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλάδος
1 εγγραφή
κλάδος ο [kláδos] Ο18 : 1. (λόγ.) κλαδί: Οι κλάδοι των δέντρων. ΦΡ ~ ελαίας*. μετά βαΐων* και κλάδων. 2. (μτφ.) ό,τι αποτελεί τμήμα ενός συνόλου, που έχει όμως μια σχετική αυτονομία και αυτοτέλεια: H οπτική είναι ~ της φυσικής. Οι κλάδοι της ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας. Επιστημονικός ~. Ποιον κλάδο θα ακολουθήσεις;, ποια επιστήμη; || σύνολο ανθρώπων με κοινές, κυρίως επαγγελματικές, δραστηριότητες: Οι παραγωγικοί κλάδοι. H απεργία έβλαψε τον κλάδο. Iκανοποιήθηκαν τα αιτήματα του κλάδου. || τμήμα του γενεαλογικού δέντρου: Οικογενειακός ~, οικογένεια που προέρχεται από κοινούς προγόνους με άλλες οικογένειες.

[λόγ.: 1: αρχ. κλάδος· 2: σημδ. γαλλ. branche, rameau]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες