Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κιάλι το [káli] Ο44 : (πληθ.) φορητό οπτικό όργανο, συνδυασμός από δύο μικρές διόπτρες για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μακρινή απόσταση. || (εν.) κιάλι που αποτελείται από μία διόπτρα. (έκφρ.) (ψάχνω) με το ~, για κτ. που θεωρείται εξαιρετικά σπάνιο.
[παλ. ιταλ. occhiale (σημερ. cannochiale), πληθ. occhiali που θεωρήθηκε εν. με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [to-oka > toka > to-ka] ]