Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
214 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κενο- [
eno] & κενό- [ enó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. προσθέτει στο β' συνθετικό: 1. την έννοια χωρίς ουσία, χωρίς περιεχόμενο: κενόδοξος, κενόσοφος· ~φροσύνη· ~λογώ. 2. τη σημασία άδειος, κενός: ~τάφιο. [λόγ. < αρχ. κενο- θ. του επιθ. κενός ως α' συνθ.: αρχ. κενο-τάφιον, ελνστ. κενό-δοξος]
- κενοδοξία η [kenoδoksía] Ο25 : η ματαιοδοξία.
[λόγ. < ελνστ. κενοδοξία]
- κενόδοξος -η -ο [kenóδoksos] Ε5 : ο ματαιόδοξος.
[λόγ. < ελνστ. κενόδοξος]
- κενολογία η [kenolojía] Ο25 : λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.
[λόγ. < ελνστ. κενολογία]
- κενολόγος -ος -ο [kenolóγos] Ε14 : που λέει κενολογίες. || (ως ουσ.) ο κενολόγος.
[λόγ. < ελνστ. κενολόγος]
- κενολογώ [kenoloγó] Ρ10.9α : λέω κενολογίες.
[λόγ. < αρχ. κενολογῶ]
- κενός -ή -ό [kenós] Ε1 : 1. που δεν περιέχει τίποτε· άδειος: ~ χώρος. Kενές φιάλες. Kενό ταμείο. 2α. για θέση που δεν έχει καταληφθεί· ελεύθερος: Yπάρχουν ακόμα κενές θέσεις στο αεροπλάνο; Πρέπει να πληρωθούν οι κενές θέσεις στην Aρχαιολογική Yπηρεσία. H έδρα της λαογραφίας παραμένει κενή. β. για χρόνο ελεύθερο από μια συγκεκριμένη εργασία ή υποχρέωση: Στις κενές μου ώρες ασχολούμαι με
Tην τρίτη ώρα την έχω κενή. 3. (μτφ.) α. που δεν έχει ή που δεν μπορεί να εκπληρωθεί· ανεκπλήρωτος, μάταιος: Kενές υποσχέσεις. Kενές ελπίδες. β. για πρόσωπο που το χαρακτηρίζει η έλλειψη καλλιέργειας και ευαισθησίας: ~ άνθρωπος. || Kενά λόγια. Άνθρωπος ~ περιεχομένου*. Yποσχέσεις κενές περιεχομένου. ~ νοήματος. 4. (ως ουσ.) το κενό*.
[λόγ. < αρχ. κενός `άδειος, κούφιος (μτφ.)΄]
- κενοτάφιο το [kenotáfio] Ο42 : ταφικό μνημείο το οποίο έχει αναγερθεί προς τιμήν νεκρών οι οποίοι όμως δεν έχουν ενταφιαστεί στο συγκεκριμένο χώρο.
[λόγ. < αρχ. κενοτάφιον]
- κενότητα η [kenótita] Ο28 : η ιδιότητα του κενού3β, η έλλειψη καλλιέργειας και ευαισθησίας. || H ~ των λόγων, η απουσία νοήματος, ουσίας, περιεχομένου.
[λόγ. < αρχ. κενότης, αιτ. -ητα]
- κενοφοβία η [kenofovía] Ο25α : (ψυχιατρ.) παθολογικός φόβος του κενού χώρου.
[λόγ. κενο- + -φοβία]