Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
214 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κελαηδιστός -ή -ό [kel(ai)δistós] Ε1 : που ηχεί σαν κελάηδισμα.
κελαηδιστά ΕΠIΡΡ. [κελαηδ(ώ) -ιστός]
- κελαηδώ [kel(ai)δó] & -άω Ρ10.1α : 1. για τα πουλιά, τραγουδώ, βγάζω μελωδικούς ήχους. 2. (μτφ.) α. για κπ. που φλυαρεί ακατάπαυστα και χαριτωμένα: Tην άκουγα που κελαηδούσε σαν γαλιάντρα. || (λαϊκ.) για κπ. που τα ομολογεί, που τα μαρτυρά όλα, συνήθ. ύστερα από πίεση: Kελάηδησε στην Aσφάλεια. Θα σε κάνω εγώ να κελαηδήσεις. β. (οικ.) συνήθ. ευφημιστικά: Kελάηδησαν τα πολυβόλα, βρόντησαν.
[αρχ. κελαδῶ `βγάζω δυνατό ήχο (επίσης για τον αυλό)΄, μσν. σημ.: `τραγουδώ΄, με διφθογγοπ. [a > aι] ]
- κελάρι το [kelári] Ο44 : υπόγειος συνήθ. χώρος σε αγροτικά κυρίως σπίτια που χρησιμεύει ως αποθήκη τροφίμων και ποτών.
[μσν. κελλάριν < ελνστ. κελλάριον < υστλατ. cellari(um) -ον (ορθογρ. απλοπ.)]
- κελαρύζω [kelarízo] Ρ2.1α : για το νερό ρυακιού, μικρού ποταμού κτλ. που καθώς κυλάει, παράγει έναν ελαφρό και ευχάριστο ήχο.
[λόγ. < αρχ. κελαρύζω]
- κελάρυσμα το [kelárizma] Ο49 : ο ήχος του νερού καθώς κυλάει μέσα στη φύση.
[λόγ. < ελνστ. κελάρυσμα]
- κελαρυστός -ή -ό [kelaristós] Ε1 : που κελαρύζει: Kελαρυστό ρυάκι. || (μτφ.): Kελαρυστό γέλιο, συνεχές, αβίαστο.
[λόγ. κελαρυσ- (κελαρύζω) -τός]
- κελεμπία η [kelebía] Ο25 : ρούχο των Aράβων, πολύ φαρδύ και μακρύ ως τα πόδια, συνήθ. λευκό ή γαλάζιο. || κάθε ρούχο φαρδύ και άχαρο: Tι μου ήρθες μ΄ αυτή την ~!
[αραβ. kelebia]
- κελεπούρι το [kelepúri] Ο44 : (οικ.) ανέλπιστο απόκτημα, αγαθό που προσφέρεται σε πολύ συμφέρουσα τιμή: Πέτυχα ένα ~! || (ειρ.): Πού το βρήκες αυτό το ~;
[τουρκ. kelepir -ι ( [i > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [r] )]
- κέλευσμα το [kélevzma] Ο49 : (λόγ.) το κάλεσμα ή η προσταγή: Yπακούει στα κελεύσματα της πατρίδας / των προστατών του.
[λόγ. < αρχ. κέλευσμα]
- κελευστής ο [kelefstís] Ο7 : (στρατ.) βαθμός υπαξιωματικού του πολεμικού ναυτικού, ανώτερος από το δόκιμο κελευστή και κατώτερος από τον επικελευστή, αντίστοιχος με το λοχία του στρατού ξηράς: ~ ΕΠY, εθελοντής πενταετούς υποχρέωσης. || Δόκιμος ~, ο κατώτερος βαθμός υπαξιωματικού του πολεμικού ναυτικού, αμέσως κατώτερος από τον κελευστή, αντίστοιχος με το δεκανέα του στρατού ξηράς. || βαθμός υπαξιωματικού του λιμενικού σώματος, αμέσως κατώτερος από τον επικελευστή.
[λόγ. < αρχ. κελευστής `ναύκληρος που έδινε το πρόσταγμα στους κωπηλάτες΄]