Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κερκόπορτα η [kerkóporta] Ο27α : το ευαίσθητο, το αδύνατο σημείο μιας καλά οργανωμένης άμυνας.
[όν. πύλης στα τείχη της Κωνσταντινούπολης που υποτίθεται πως βρήκαν οι Τούρκοι αφύλαχτη και μπήκαν μέσα]