Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κερατώνω [keratóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) απατώ το σύζυγο ή τη σύζυγό μου: Tον κεράτωνε και, όταν εκείνος το έμαθε, ζήτησε διαζύγιο.
[μσν. κερατώνω < κέρατ(ον) -ώνω κατά τη σημ. του κερατάς (διαφ. το ελνστ. κερατῶ `σκληραίνω σε κέρατο΄)]