Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κείμαι [
íme] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. κείμενος : (λόγ.) I1. κείτομαι, στην έκφραση ενθάδε κείται, εδώ βρίσκεται θαμμένος, (επιγραφή επάνω σε τάφους). 2. (στο γ' πρόσ., για οικισμό, περιοχή, τοποθεσία) βρίσκομαι: Tο χωριό κείται σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από τη θάλασσα. II. (μππ.) 1. στη ΦΡ (θίγω) τα κακώς κείμενα, για δύσκολη, προβληματική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, που υπάρχει από καιρό: Mη θίγεις τα κακώς κείμενα. Για να αντιμετωπισθούν τα κακώς κείμενα 2. (νομ.) που ισχύει, που έχει νομικό κύρος: Οι κείμενοι νόμοι. Οι κείμενες διατάξεις. [λόγ. < αρχ. κεῖμαι]