Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατ
705 εγγραφές [681 - 690]
κατσίβελος ο [katsívelos] Ο20 θηλ. κατσιβέλα [katsivéla] Ο25 : (προφ.) ο γύφτος. || άνθρωπος υπερβολικά μελαχρινός και συνήθ. άσκημος και απωθητικός.

[μσν. κατσίβελος < βλάχ. cacivel(;) -ος· κατσίβελ(ος) -α]

κατσίκα η [katsíka] Ο25 : ευκίνητο και ζωηρό μηρυκαστικό τετράποδο ζώο με μακρύ ίσιο τρίχωμα και κέρατα, το οποίο εκτρέφεται σε κοπάδια για το γάλα, το κρέας, το τρίχωμα και το δέρμα του. ΦΡ μασάει η ~ ταραμά;, δεν ξεγελιέμαι, δεν μπορεί κάποιος να με εξαπατήσει. || (προφ., μτφ.) αρνητικός χαρακτηρισμός γυναίκας. κατσικούλα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. κατσίκα < κατσίκ(ι) μεγεθ. -α· κατσίκ(α) -ούλα]

κατσίκι το [katsíki] Ο44 : 1. η κατσίκα. 2. το μικρό της κατσίκας. ΦΡ θα γελάσει* και το παρδαλό ~. 3. (μτφ.) άνθρωπος ζωηρός, ευκίνητος: Σκαρφάλωνε στο βουνό με τέτοια γρηγοράδα· σωστό ~. κατσικάκι το YΠΟKΟΡ: Για το Πάσχα προτιμήσαμε ~ αντί για αρνάκι.

[μσν. κατσίκι < τουρκ. keç(i) -ίκι ( [e > a] ;)]

κατσικίσιος -α -ο [katsikísos] Ε4 : που ανήκει στην κατσίκα ή που προέρχεται από αυτήν: Kατσικίσιο γάλα / τυρί. Kατσικίσιο μαλλί, γιδόμαλλο.

[κατσίκ(α) -ίσιος]

κατσικόδρομος ο [katsikóδromos] Ο20 : (οικ.) 1. δύσβατο μονοπάτι από το οποίο μόνο κατσίκια περνούν εύκολα. 2. (μτφ.) χωματόδρομος σε πολύ κακή κατάσταση.

[κατσίκ(α) -ο- + δρόμος]

κατσικοκλέφτης ο [katsikokléftis] Ο10 : αυτός που κλέβει κατσίκια και με επέκταση ζωοκλέφτης. || (υβρ.) μικροαπατεώνας.

[κατσίκ(ι) -ο- + κλέφτης]

κατσικοπόδαρος -η -ο [katsikopóδaros] Ε5 : (προφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που φέρνει κακοτυχία· γρουσούζης: Είναι ~, δε θέλω να μου κάνει ποδαρικό την πρωτοχρονιά.

[κατσίκ(α) -ο- + ποδάρ(ι) -ος]

κατσικοχώρι το [katsikoxóri] Ο44 : (οικ.) μειωτικός χαρακτηρισμός ορεινού και εξαιρετικά δύσβατου χωριού.

[κατσίκ(α) -ο- + χωρ(ιό) -ι]

κατσιποδιά η [katsipoδjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) κακοτυχία, γρουσουζιά.

[ίσως *κατσικοποδιά (< κατσίκ(α) -ο- + πόδ(ι) -ιά) με απλολ. [kopo > po] ]

κατσούφης ο [katsúfis] Ο11 θηλ. κατσούφα [katsúfa] Ο25α : (οικ.) άνθρωπος σκυθρωπός, κατηφής: Ήταν παράξενος άνθρωπος, αμίλητος και ~. Γιατί είσαι σήμερα τόσο κατσούφα;

[κατσουφ(ιάζω) -ης (αναδρ. σχημ.) (πρβ. μσν. κατσουφόςκατσούφ(ης) -α]

< Προηγούμενο   1... 67 68 [69] 70 71   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες