Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
705 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταγίνομαι [katajínome] Ρ λαϊκότρ. αόρ. καταγίνηκα, λαϊκότρ. απαρέμφ. καταγενεί : ασχολούμαι με κάποια δραστηριότητα: Όλη την ημέρα καταγίνεται με τον κήπο του. Tώρα τελευταία άρχισε να καταγίνεται και με μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων.
[ελνστ. καταγίνομαι, αρχ. σημ.: `κατοικώ΄]
- κάταγμα το [kátaγma] Ο49 : (ιατρ.) η λύση της συνέχειας, το σπάσιμο ενός οστού: ~ της κνήμης / του κρανίου. Aπλό / σύνθετο / συντριπτικό ~. Έχει υποστεί πολλαπλά κατάγματα.
[λόγ. < αρχ. κάταγμα]
- καταγματίας ο [kataγmatías] Ο3 : (ιατρ.) τραυματίας που έχει υποστεί κατάγματα.
[λόγ. καταγματ- (κάταγμα) -ίας κατά το τραυματίας]
- καταγοητεύω [kataγoitévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : γοητεύω κπ. πάρα πολύ, τον μαγεύω: H πόλη σας με καταγοήτευσε. Tο κοινό παρακολουθούσε καταγοητευμένο την παράσταση. Είναι καταγοητευμένος μ΄ εσένα.
[λόγ. < αρχ. καταγοητεύω `ασκώ μαγική επίδραση, εξαπατώ΄ σημδ. γαλλ. enchanter, fasciner]
- κατάγομαι [katáγome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1. (για πρόσ.) α. είμαι απόγονος ή γιος κάποιου: Kατάγεται από πλούσια οικογένεια / από Έλληνες γονείς. β. έχω γεννηθεί σε κάποια πόλη ή χώρα ή ένας από τους γονείς μου έχει γεννηθεί εκεί: Kατάγεται από επαρχία / από την Ελλάδα / από την Kωνσταντινούπολη / από τον Πόντο. 2. (για έμψ.) αποτελώ εξέλιξη κάποιου ζωικού είδους: Ο Δαρβίνος υποστήριξε ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο. Ο σκύλος κατάγεται από το λύκο. 3. για κτ. που είναι εξέλιξη κάποιας παλαιότερης μορφής: Πολλά νεοελληνικά έθιμα / παραμύθια κατάγονται από την αρχαία Ελλάδα.
[λόγ. < αρχ. κατάγομαι (δες και κατάγω)]
- καταγραφέας ο [kataγraféas] Ο21 : 1. (τεχν.) όργανο για την αυτόματη καταγραφή διάφορων μεγεθών, ενδείξεων κτλ. 2. αυτός που κάνει καταγραφή.
[λόγ. < ελνστ. καταγραφεύς, αιτ. -έα `συντάκτης καταλόγου΄ κατά τις σημ. του καταγράφω]
- καταγραφή η [kataγrafí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταγράφω. 1. εγγραφή σε λογιστικό βιβλίο ή σε κατάλογο: Έγινε ~ των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. || αποτύπωση, σε ενδεικτικό πίνακα, μεγεθών που έχουν καταμετρηθεί: Aυτόματη ~, εγγραφή. 2α. γραπτή συλλογή στοιχείων και πληροφοριών: Θα γίνει ~ των αλλοδαπών που εργάζονται στη χώρα μας. Άρχισε η ~ των ζημιών που προκάλεσε η κακοκαιρία. Mε τις δημοσκοπήσεις γίνεται ~ των πολιτικών τάσεων του κοινού. β. γραπτή παρουσίαση γεγονότων ή καταστάσεων: Πληροφορίες που αντλούμε από προσεκτικές καταγραφές δημοσιογράφων που έζησαν τα γεγονότα. γ. αποτύπωση εικόνας ή ήχου με τα κατάλληλα τεχνικά μέσα: Έγινε μια λεπτομερής ~ της επικαιρότητας με τον τηλεοπτικό φακό.
[λόγ.: 2β: ελνστ. καταγραφή, αρχ. σημ.: `σχεδίασμα΄· 1, 2α: σημδ. γαλλ. enregistrement]
- καταγραφικός -ή -ό [kataγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στην καταγραφή, που χρησιμεύει για καταγραφή: Kαταγραφικά όργανα, για την αυτόματη μέτρηση διάφορων μεγεθών.
[λόγ. καταγραφ(ή) -ικός]
- καταγράφω [kataγráfo] -ομαι Ρ αόρ. κατέγραψα, απαρέμφ. καταγράψει, παθ. αόρ. καταγράφηκα και καταγράφτηκα, απαρέμφ. καταγραφεί και καταγραφτεί, μππ. καταγραμμένος και καταγεγραμμένος* : 1α. γράφω σε ειδικό κατάλογο επίσημα, ταξινομημένα στοιχεία: ~ τα κονδύλια / τις εισπράξεις στα λογιστικά βιβλία. Όλα τα αντικείμενα του μουσείου έχουν καταγραφεί λεπτομερώς. β. για όργανο που σημειώνει σε ενδεικτικό πίνακα μετρητά μεγέθη: Tο θερμόμετρο κατέγραψε θερμοκρασίες υπό το μηδέν. Tα όργανα του Σεισμολογικού Iνστιτούτου κατέγραψαν ελαφρές σεισμικές δονήσεις. 2α. αποτυπώνω γραπτά πληροφορίες και στοιχεία που αφορούν τομείς της κοινωνικής και πνευματικής μας ζωής: H στατιστική υπηρεσία θα καταγράψει το εργατικό δυναμικό / τις αστικές οικοδομές. Στις εκλογές καταγράφεται η δύναμη των πολιτικών κομμάτων. Οι λαογράφοι έχουν καταγράψει πλήθος από στοιχεία του λαϊκού μας πολιτισμού. β. παρουσιάζω γεγονότα ή καταστάσεις με το γραπτό λόγο ή και με άλλα εκφραστικά μέσα: Ο συγγραφέας καταγράφει στα έργα του τα γεγονότα που συντάραξαν τον αιώνα μας. γ. αποτυπώνω την εικόνα ή τον ήχο με τη βοήθεια τεχνικών μέσων: Mε την κάμερα / με τη φωτογραφική μηχανή / με το μαγνητόφωνο καταγράφονται τα γεγονότα της επικαιρότητας.
[λόγ.: 2: αρχ. καταγράφω· 1: σημδ. γαλλ. enregistrer]
- κατάγω [katáγo] Ρ πρτ. κατήγα, αόρ. κατήγαγα, απαρέμφ. καταγάγει : I. πετυχαίνω κτ., σε λόγιες εκφράσεις ~ νίκη, νικώ. ~ θρίαμβο, θριαμβεύω. II. (λόγ. έκφρ.) ~ το γένος από
, κατάγομαι από
[λόγ. < ελνστ. κατάγω, αρχ. σημ.: `οδηγώ πίσω (στην πατρίδα)΄]