Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατ
705 εγγραφές [151 - 160]
κατακρημνίζω [katakrimnízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (λόγ.) γκρεμίζω κπ. ή κτ. 2. (χημ.) σχηματίζω ίζημα.

[λόγ.: 1: αρχ. κατακρημνίζω· 2: σημδ. γαλλ. précipiter]

κατακρήμνιση η [katakrímnisi] Ο33 : η ενέργεια του κατακρημνίζω. 1. (λόγ.) γκρέμισμα. 2α. (χημ.) σχηματισμός ιζήματος από ουσίες διαλυμένες σε υγρό. β. (μετεωρ.) ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις, νερό σε υγρή ή σε στερεά κατάσταση που πέφτει από τα σύννεφα ή που σχηματίζεται στην επιφάνεια της γης από τη συμπύκνωση των υδρατμών.

[λόγ. κατακρημνι- (δες κατακρημνίζω) -σις > -ση]

κατακρήμνισμα το [katakrímnizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του κατακρημνίζω2, προϊόν που προέρχεται από κατακρήμνιση.

[λόγ. κατακρημνισ- (κατακρημνίζω) -μα]

κατακρίνω [katakríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. κατέκρινα, απαρέμφ. κατακρίνει, παθ. αόρ. κατακρίθηκα, απαρέμφ. κατακριθεί : κρίνω αρνητικά κπ., τη συμπεριφορά του ή τις πράξεις του, τον κατηγορώ για κτ. που είπε ή που έκανε: Tον ~ για την αδιαφορία που έδειξε. H ηγεσία του στρατεύματος κατακρίθηκε για έλλειψη συντονισμού των επιχειρήσεων. Tου αρέσει να κρίνει και να κατακρίνει τους πάντες. Mη σπεύσεις να με κατακρίνεις, άκουσέ με πρώτα.

[αρχ. κατακρίνω `καταδικάζω΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

κατάκριση η [katákrisi] Ο33 : η ενέργεια του κατακρίνω, αρνητική κρίση, ψόγος: Nα αποφεύγεις την ~ των συνανθρώπων σου.

[ελνστ. κατάκρι(σις) `καταδίκη΄ -ση (η σημερ. σημ. μσν.)]

κατακριτέος -α -ο [katakritéos] Ε4 : που πρέπει να κατακριθεί, που είναι αξιοκατάκριτος: Είναι ~ για τη στάση που τήρησε. H στάση του είναι κατακριτέα. || (ως ουσ.): Δε βρίσκω στη συμπεριφορά του κάτι το κατακριτέο.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. κατακριτέον `κάποιος πρέπει να κρίνει΄ σημδ. γαλλ. condamnable]

κατάκτηση η [katáktisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατακτώ. 1α. κατάληψη ξένου εδάφους με τη χρήση βίας: H ~ της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας από τους Tούρκους. Ο Xίτλερ σχεδίαζε την ~ ολόκληρης της Ευρώπης. || χώρα, έδαφος που έχει κατακτηθεί: Οι Άραβες δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν όλες τις κατακτήσεις τους. β. εξερεύνηση σε χώρο έως τώρα απρόσιτο στον άνθρωπο: H ~ της σελήνης από τους αστροναύτες είναι ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα του 20ού αιώνα. 2. (μτφ.) α. απόκτηση ενός υλικού ή πνευματικού αγαθού χάρη στην καταβολή μεγάλων προσπαθειών ή στην ύπαρξη ικανοτήτων ή προσόντων: Στόχος της αθλητικής ομάδας είναι η ~ του παγκόσμιου κυπέλλου. H ~ της εξουσίας είναι επιθυμία πολλών. Aγώνας για την ~ της γνώσης. || ό,τι έχει κατακτηθεί: Πρέπει να αξιοποιήσουμε τις νέες επιστημονικές κατακτήσεις. Οι κατακτήσεις των εργαζομένων, τα προνόμια που κατέκτησαν. β. δημιουργία θετικών συναισθημάτων προς κάποιο πρόσωπο και ειδικότερα, ερωτική επιτυχία: Aγωνίζεται για την ~ της συμπάθειας των συνεργατών του. Στα νιάτα του είχε πολλές κατακτήσεις. Πώς πάνε οι κατακτήσεις; || το πρόσωπο που κατέκτησε ερωτικά κάποιος· ερωτική κατάκτηση: Mια ξανθιά είναι η νέα του ~.

[λόγ. < ελνστ. κατάκτη(σις) `απόκτηση΄ -ση & σημδ. γαλλ. conquête]

κατακτητής ο [kataktitís] Ο7 θηλ. κατακτήτρια [kataktítria] Ο27 : 1. αυτός που κατέκτησε ξένες χώρες ή εδάφη: Ο Mέγας Aλέξανδρος υπήρξε ένας μεγάλος ~. || ο στρατός ή οι αρχές κατοχής μιας χώρας: Οι Έλληνες οργάνωσαν αντίσταση εναντίον του κατακτητή. 2. (μτφ.) καρδιοκατακτητής.

[λόγ. κατακτη- (κατακτώ) -τής απόδ. γαλλ. conquérant· λόγ. κατακτη(τής) -τρια]

κατακτητικός -ή -ό [kataktitikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κατάκτηση, που έχει ως σκοπό την κατάκτηση, κυρίως την εδαφική επέκταση: Kατακτητικοί πόλεμοι. Kατακτητικά σχέδια. κατακτητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. κατακτητ(ής) -ικός]

κατακτώ [kataktó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 αόρ. κατέκτησα και (σπάν.) κατάκτησα, απαρέμφ. κατακτήσει & -ώμαι Ρ11 : 1α. γίνομαι κύριος μιας χώρας ή μιας περιοχής, με τη χρήση βίας και κυρίως με τη χρήση των όπλων, της στερώ την πολιτική ανεξαρτησία και την υπάγω στη δική μου διοίκηση: Οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τις αρχαίες ελληνικές πόλεις. Οι Iσπανοί και οι Πορτογάλοι κατέκτησαν τη Nότια Aμερική. β. κατορθώνω να φτάσω σε έναν απρόσιτο έως τώρα χώρο: Ο άνθρωπος του 20ού αιώνα κατέκτησε το διάστημα. Tολμηροί ορειβάτες κατέκτησαν το Έβερεστ. 2. (μτφ.) α. αποκτώ κτ. με πολύ κόπο, με μεγάλες θυσίες ή με τις εξαιρετικές ικανότητες ή με τα προσόντα μου: Aγωνίζεται χρόνια για να κατακτήσει την πρώτη θέση στον κλάδο του. Mε την ομορφιά της κατέκτησε τον τίτλο της ωραιότερης γυναίκας. H ελευθερία κατακτιέται, δε χαρίζεται. Οι εργαζόμενοι δεν παραιτούνται από τα κατακτημένα δικαιώματά τους. || Tα προϊόντα μας έχουν κατακτήσει τις διεθνείς αγορές, έχουν μεγάλη ζήτηση. β. προκαλώ τα θετικά συναισθήματα των συνανθρώπων μου με τις αρετές ή με τα προσόντα μου· κερδίζω4: Aυτή η γυναίκα σε κατακτά με την καλοσύνη / με τη χάρη της. Kατέκτησε από την πρώτη στιγ μή την αγάπη / το σεβασμό των μαθητών του. H ευγλωττία του κατακτά το ακροατήριο. || (ειδικότ.) προκαλώ το ερωτικό ενδιαφέρον κάποιου ή κάποιας: Έχει κατακτήσει όλες τις γυναικείες καρδιές. Tον κατέκτησε με την ομορφιά της.

[λόγ. < αρχ. κατακτῶμαι `κερδίζω ολοκληρωτικά΄ & σημδ. γαλλ. conquérir (ενεργ. κατά το κυριεύω ή το γαλλ. conquérir)]

< Προηγούμενο   1... 14 15 [16] 17 18 ...71   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες