Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
705 εγγραφές [701 - 705] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατωτερότητα η [katoterótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι κατώτερος κοινωνικά, πνευματικά, ηθικά κτλ. ANT ανωτερότητα: Yπέφερε από αίσθημα κατωτερότητας. Έχει σύμπλεγμα / κόμπλεξ κατωτερότητας. Συναισθάνεται την κατωτερότητά του.
[λόγ. κατώτερ(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. infériorité]
- κατωφέρεια η [katoféria] Ο27 : (λόγ.) έκταση του εδάφους ή δρόμος που έχει κλίση προς τα κάτω· κατήφορος, κατηφοριά. ANT ανωφέρεια.
[λόγ. < ελνστ. κατωφέρεια `τάση προς τα κάτω΄ κατά την αλλ. της σημ. του κατωφερής]
- κατωφερής -ής -ές [katoferís] Ε10 : (λόγ.) για έδαφος που έχει κλίση προς τα κάτω· κατηφορικός. ANT ανωφερής: ~ δρόμος.
[λόγ. < αρχ. κατωφερής `που κρέμεται προς τα κάτω, απότομος΄ κατά τη σημ. του κατήφορος]
- κατώφλι το [katófli] Ο44 : 1. μακρόστενη πλάκα από πέτρα ή από ξύλο, που ενώνει τις πλαϊνές παραστάδες στο κάτω μέρος του ανοίγματος της πόρτας: Tο πέτρινο ~ ήταν φαγωμένο από τα χρόνια. (έκφρ.) δεν πέρασα / δεν πάτησα ποτέ το ~ του, δεν πήγα ποτέ στο σπίτι του. || (επέκτ.) ο χώρος γύρω από την είσοδο του σπιτιού, η είσοδος: Kάθε απόγευμα έβλεπε τις γειτόνισσες στα κατώφλια τους να κουβεντιάζουν. 2α. (μτφ.) το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει κτ.: Bρισκόμαστε στο ~ του χειμώνα. Bρίσκεται στο ~ των γηρατειών. β. (ψυχ.) το ~ της συνείδησης, το νοητό όριο κάτω από το οποίο οι παραστάσεις ή οι ερεθισμοί δε γίνονται συνειδητοί. ~ διαφοράς, η ελάχιστη τιμή που μπορεί να έχει η διαφορά έντασης δύο ομοειδών ερεθισμάτων, για να προκαλέσουν δύο χωριστά συναισθήματα.
[μσν. κατώφλιν < κατώφλιον < κατω- + αρχ. φλι(ά) `παραστάδα πόρτας΄ -ον (2β: λόγ. σημδ. γερμ. Schwelle)]
- κάτωχρος -η -ο [kátoxros] Ε5 : πάρα πολύ ωχρός, κατάχλωμος, κατακίτρινος, συνήθ. ως εκδήλωση ψυχικής ταραχής: Mόλις άκουσε τα νέα έγινε ~. Έγινε ~ από το φόβο του.
[λόγ. κατ(α)- + ωχρός κατά το ελνστ. ρ. κατωχριῶ `χλωμιάζω πολύ΄]