Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατόπιν [katópin] & κατόπι [katópi] επίρρ. : 1. (τοπ.) πίσω: Προχωρούσε κατόπι μου. 2. (χρον.) ύστερα, έπειτα: Πήγα στην αγορά και ~ στο γραφείο. (έκφρ.) ~ εορτής, καθυστερημένα, ύστερα από κάποιο γεγονός: Έφτασε ~ εορτής. ~ τούτου, ως αποτέλεσμα: ~ τούτου δεν μπορώ να υπογράψω τη συμφωνία. παίρνω κπ. στο κατόπι, τον παρακολουθώ, τον παίρνω από πίσω.
[λόγ. < αρχ. κατόπιν· μσν. κατόπι < αρχ. κατόπιν με αποβ. του τελικού [n] ]
- κατοπινός -ή -ό [katopinós] Ε1 : που ακολουθεί χρονικά ύστερα από κτ. άλλο: Tα κατοπινά χρόνια. Tις κατοπινές μέρες. || (ως ουσ., για πρόσ.) οι κατοπινοί, οι μεταγενέστεροι: Aυτά θα τα κρίνουν οι κατοπινοί.
[κατόπ(ι) -ινός]