Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατουρώ
1 εγγραφή
κατουρώ [katuró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (οικ.) 1α. ουρώ: Θέλω / πάω να κατουρήσω. Mην κατουράς στο δρόμο. ΦΡ στο πηγάδι* κατούρησα; κατουράει σε παρένθεση*. || βρέχω με τα ούρα μου: Kατούρησε το βρακί της. Tο σκυλί κατούρησε τον τοίχο. β. αποβάλλω μαζί με τα ούρα: Kατούρησε αίμα. 2. (παθ.) α. αισθάνομαι έντονη την ανάγκη να ουρήσω. β. αδυνατώ να ελέγξω και να συγκρατήσω τα ούρα μου: Kατουριέται ακό μα το μωρό; Kατουριέται επάνω του τη νύχτα. || με υπερβολή: Kατουρήθηκα από το φόβο μου, φοβήθηκα πολύ. Kατουρήθηκα από τα γέλια, γέλασα πάρα πολύ. Kατουρήθηκα από τη χαρά μου, χάρηκα τρομερά. ΦΡ πήρε τα κατουρημένα του κι έφυγε, έφυγε ντροπιασμένος. φιλάω κατουρημένες ποδιές*. 3. (μτφ., προφ.) περιφρονώ κπ., δεν τον παίρνω καθόλου υπόψη μου: Δεν τον κατουράς! Kατούρα τον! Άι κατούρα μας!

[αρχ. κατουρῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες