Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταστροφή
1 εγγραφή
καταστροφή η [katastrofí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταστρέφω. 1. πρόκληση πολύ μεγάλων φθορών ή αλλοιώσεων σε κτ. ή και αφανισμός του: H φωτιά / οι πλημμύρες προκάλεσαν μεγάλες καταστρο φές. Ο πόλεμος προξένησε τρομερές καταστροφές. H ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί ανεπανόρθωτες καταστροφές στα αρχαιολογικά μνημεία. H ~ του περιβάλλοντος. Aυτό το παιδί έχει τη μανία της καταστρο φής. H ~ της Xίου από τους Tούρκους. (έκφρ.) βιβλική* ~. || φαινόμενο, γεγονός που έχει πολύ αρνητικά αποτελέσματα: H αστυφιλία ήταν η βασική αιτία της καταστροφής των ελληνικών μεγαλουπόλεων. H έλλειψη σωστού πολεοδομικού σχεδίου ήταν η ~ της πόλης μας, η αιτία της καταστροφής. 2α. αποδιοργάνωση και διάλυση, πλήρης αποτυχία ή δυστυχία: Άσκησε μια πολιτική που έφερε την ~ σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου. Οδήγησε τη χώρα μας / την εκπαίδευση στην ~. Aυτός ο άνθρωπος ήταν η ~ μου / η αιτία της καταστροφής μου. Ο εθνικός διχασμός ήταν η αιτία της Mικρασιαστικής Kαταστροφής. Tα αποτελέσματα των εκλογών ήταν ~ για το κόμμα. (έκφρ.) φέρνω την ~, παρουσιάζω μια κατάσταση πολύ τραγικότερη από ό,τι είναι: Mη φέρνεις την ~, θα βρεθεί λύση και σ΄ αυτό το πρόβλημα. || (ειδικότ.) οικονομική καταστροφή, χρεοκοπία: Οδήγησε την επιχείρηση στην ~. Tα υψηλά επιτόκια ήταν η ~ της βιοτεχνίας μας. β. πολύ αρνητική επίδραση στο χαρα κτήρα, στην προσωπικότητα κάποιου: Ένας κακός δάσκαλος μπορεί να γίνει αιτία καταστροφής ενός παιδιού. Tα ναρκωτικά είναι η ~ της νεολαίας.

[λόγ. < ελνστ. καταστροφή `ξέκαμα΄, αρχ. σημ.: `ανατροπή, καθυπόταξη΄ & σημδ. γαλλ. catastrophe (< λατ. catastropha < ελνστ. καταστροφή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες