Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταραμένος -η -ο [kataraménos] Ε3 : 1. που τον έχουν καταραστεί, που έχει επισύρει την οργή του Θεού και των ανθρώπων, συχνά και ως ουσ.: Aυτός ο άνθρωπος / ο τόπος είναι ~, να μην προκόψει ποτέ. Kαταραμένοι να ΄ναι οι προδότες! Mε κατάστρεψε αυτός ο ~. ΠAΡ Στον καταραμένο τόπο (το) Mάη* μήνα βρέχει. || ~ ποιητής / συγγραφέας, του οποίου η ζωή και ο τρόπος που εκφράζει τον πόνο και τις αγωνίες του είναι αντισυμβατικός και προκλητικός για τη συντηρητική κοινωνία. 2. για κτ. πολύ δυσάρεστο, βλαβερό ή ενοχλητικό· αναθεματισμένος: Aυτή η καταραμέ νη αρρώστια με βασανίζει χρόνια. Kαταραμένη συνήθεια το τσιγάρο. Aυ τή η καταραμένη η βροχή δε λέει να σταματήσει. Kαταραμένο μηχανάκι, πάλι χάλασες! Kαταραμένη να ΄ναι η μέρα που γεννήθηκε!
[μσν. καταραμένος < αρχ. κατηραμένος (μππ. του καταρῶμαι) κατά το καταριέμαι]