Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταποντίζω [katapontízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.) : 1. βυθίζω κτ. εντελώς, το κάνω να φτάσει στο βυθό της θάλασσας: Ένα τμήμα της Θήρας καταποντίστηκε από μια τρομακτική έκρηξη ηφαιστείου. Tο πλοίο καταποντίστηκε συμπαρασύροντας στο βυθό και το πλήρωμά του. || ~ ένα υποβρύχιο καλώδιο, ποντίζω. 2. (μτφ.) προκαλώ σε κπ. ή σε κτ. ολοκληρωτική αποτυχία ή καταστροφή: Kαταποντίστηκε ο ίδιος και το κόμμα του στις εκλογές. H λήψη έκτακτων μέτρων είναι απαραίτητη, για να μην καταποντιστεί η οικονομία μας. H επιχείρησή του καταποντίστηκε.
[λόγ. < ελνστ. καταποντίζω `βυθίζω΄, αρχ. σημ.: `ρίχνω στη θάλασσα΄ & σημδ. γαλλ. couler]