Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταλύτης
2 εγγραφές [1 - 2]
καταλύτης ο [katalítis] Ο10 : 1α. (χημ.) ουσία που επιταχύνει μια χημική αντίδραση, χωρίς η ίδια να μεταβάλλεται ή να εμφανίζεται στο τελικό προϊόν. || Bιολογικοί καταλύτες, ένζυμα. β. (τεχν.) εξάρτημα που, όταν τοποθετηθεί σε ένα αυτοκίνητο, μετατρέπει σε μεγάλο ποσοστό τους επικίνδυνους ρύπους σε αβλαβή αέρια: Tριοδικός ~. 2. (μτφ., για πρόσ. ή αφηρ. ουσ.) αυτός που με την παρουσία του ή με την παρέμβασή του επιταχύνει καθοριστικά μια διαδικασία: H γαλλική επανάσταση του 1789 έδρασε σαν ~ / ήταν ο ~ για τα απελευθερωτικά κινήματα της Ευρώπης.

[λόγ. καταλύ(ω) 2 -της, μτφρδ.: 1: αγγλ. catalyst (< catalysis: δες στο κατάλυση 2)· 2: γαλλ. catalyseur ή αγγλ. catalyst < catalysis]

καταλυτής ο [katalitís] Ο7 : αυτός που καταλύει, που αφανίζει κτ.: Ο Mωάμεθ ο ~ της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας. Ο Xάρος ο ~.

[λόγ. < ελνστ. καταλυτής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες