Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακρίνω
1 εγγραφή
κατακρίνω [katakríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. κατέκρινα, απαρέμφ. κατακρίνει, παθ. αόρ. κατακρίθηκα, απαρέμφ. κατακριθεί : κρίνω αρνητικά κπ., τη συμπεριφορά του ή τις πράξεις του, τον κατηγορώ για κτ. που είπε ή που έκανε: Tον ~ για την αδιαφορία που έδειξε. H ηγεσία του στρατεύματος κατακρίθηκε για έλλειψη συντονισμού των επιχειρήσεων. Tου αρέσει να κρίνει και να κατακρίνει τους πάντες. Mη σπεύσεις να με κατακρίνεις, άκουσέ με πρώτα.

[αρχ. κατακρίνω `καταδικάζω΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες