Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατακρήμνιση η [katakrímnisi] Ο33 : η ενέργεια του κατακρημνίζω. 1. (λόγ.) γκρέμισμα. 2α. (χημ.) σχηματισμός ιζήματος από ουσίες διαλυμένες σε υγρό. β. (μετεωρ.) ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις, νερό σε υγρή ή σε στερεά κατάσταση που πέφτει από τα σύννεφα ή που σχηματίζεται στην επιφάνεια της γης από τη συμπύκνωση των υδρατμών.
[λόγ. κατακρημνι- (δες κατακρημνίζω) -σις > -ση]