Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατακερματίζω [katakermatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. διαιρώ κτ. σε μικρά κομμάτια, με αποτελέσματα κατά κανόνα αρνητικά: Tα παράλια της Aττικής έχουν κατακερματιστεί σε μικρά οικόπεδα, έχουν κατατεμαχιστεί. 2. (μτφ.) διασπώ ένα σύνολο σε μέρη, κατά κανόνα μη λειτουργικά, καταστρέφοντας την ενότητά του: Mετά το θάνατο του ιδρυτή του, το κόμμα κατακερματίστηκε σε αντιμαχόμενα κομματίδια. Ο σημερινός άνθρωπος δεν έχει σφαιρική αντίληψη του κόσμου, γιατί οι γνώσεις του είναι κατακερματισμένες.
[λόγ. < αρχ. κατακερματίζω (στη σημ. 1)]